ζαχαράτος

ζαχαράτος
-η, -ο (Μ ζαχαρᾱτος, -η, -ο και σαχαρᾱτος, -η, -ο)
1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο
μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -άτος (πρβλ. κρασ-άτος, ξυδ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαχαράτος — η, ο 1. που περιέχει ζάχαρη, ο κατασκευασμένος με ζάχαρη, ζαχαρωτός. 2. γλυκός. 3. το ουδ. ως ουσ., ζαχαράτο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος 2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός. επίρρ... ζαχαρένια με γλυκό τρόπο, γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαστιχ ένιος, σοκολατ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”