- ζαχαράτος
- -η, -ο (Μ ζαχαρᾱτος, -η, -ο και σαχαρᾱτος, -η, -ο)1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτομικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -άτος (πρβλ. κρασ-άτος, ξυδ-άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.